ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟΥΧΟΙ “ΚΡΥΒΟΥΝ” ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ
ον Αύγουστο, ο Γάλλος μεγιστάνας Bernard Arnault -τον άνθρωπο που δίπλα από το “πλούσιοι” θα τον δεις να φιγουράρει στην τρίτη θέση και πρόεδρος του ομίλου πολυτελών ειδών LVMH- πούλησε το ποσοστό ύψους 5,5% που κατείχε στην γαλλική αλυσίδα λιανικού εμπορίου Carrefour έναντι τιμήματος 850 εκατ. δολαρίων. Σύμφωνα με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, κατείχε το μεγαλύτερο μέρος αυτών των μετοχών μέσω της Cervinia Europe, μιας εταιρείας που έχει έδρα στο μικροσκοπικό ευρωπαϊκό κράτος του Λουξεμβούργου. Ο Arnault ίδρυσε την Cervinia Europe το 2013 και στη συνέχεια μεταβίβασε μέρος του ποσοστού της Carrefour στην εταιρεία από μια άλλη οντότητα του Λουξεμβούργου, την Blue Capital S.a.r.l., την οποία είχε ιδρύσει το 2017 προκειμένου μέσω αυτής να αποκτήσει αρχικά ποσοστό 9,1% στη γαλλική αλυσίδα λιανικού εμπορίου.
Το ποσοστό στην Carrefour δεν είναι το μόνο περιουσιακό στοιχείο που διατηρούσε ο Αrnault στο Λουξεμβούργο, που αποτελεί χρηματοοικονομικό κόμβο της Ευρώπης παρότι έχει τη μισή έκταση το Ντέλαγουερ. Πέραν αυτού, κατέχει περισσότερες από 20 οντότητες με έδρα το Λουξεμβούργο οι οποίες τον Δεκέμβριο του 2020 είχαν επενδύσεις ύψους 1,6 δισ. δολαρίων.
Ο λόγος; Τα αξιοσημείωτα οφέλη που του εξασφαλίζει η χώρα: εάν ο Arnault ρευστοποιήσει την Cervinia Europe, τα κέρδη του (όπως και τα χρήματα από την πώληση των μετοχών της Carrefour) θα είναι αφορολόγητα. Και χάρη στην κατά 100% φοροαπαλλαγή που ισχύει στο Λουξεμβούργο για τα μερίσματα -προνόμιο που αποκτά μια εταιρεία συμμετοχών εάν διακρατήσει για έναν χρόνο μετοχές αξίας τουλάχιστον 1,4 εκατ. δολαρίων ή το 10% του μετοχικού κεφαλαίου μιας οντότητας- ενδεχομένως να έχει εισπράξει, αφορολόγητα επίσης, σχεδόν 900 εκατ. δολάρια σε μερίσματα από την Carrefour από το 2007, οπότε πρωτοεπένδυσε στη γαλλική αλυσίδα, μέχρι σήμερα. Ο Arnault αρνήθηκε, μέσω εκπροσώπου του, να σχολιάσει το θέμα.
Μπορεί ο Γάλλος μεγιστάνας να είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος που επενδύει μέσω εταιρειών συμμετοχών του Λουξεμβούργου, ωστόσο δεν είναι ο μόνος. Το Λουξεμβούργο αποτελεί αγαπημένο προορισμό δισεκατομμυριούχων και γενικά πλούσιων επενδυτών χάρη στο ευνοϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο που έχει υιοθετήσει για τις εταιρείες συμμετοχών, το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς του αλλά και την πληθώρα των δικηγόρων φορολογικού δικαίου, λογιστών και συμβούλων – καθώς και για τη σχετική “εχεμύθεια” που εξασφάλιζε μέχρι πριν από δύο χρόνια.
Η ευρωπαϊκή Οδηγία που ρίχνει φως στα “μυστικά” του Λουξεμβούργου
Τον Μάρτιο του 2019, οι αρχές της χώρας δημιούργησαν ένα δημόσιο μητρώο επιχειρήσεων με στόχο τον εντοπισμό των πραγματικών δικαιούχων όλων των εταιρειών της, σε συμμόρφωση με την Οδηγία που εξέδωσε το 2016 η Ευρωπαϊκή Ένωση στον απόηχο της έρευνας της Διεθνούς Κοινοπραξίας Ερευνητών Δημοσιογράφων που έφερε στο φως τα γνωστά Panama Papers για τον κρυμμένο υπεράκτιο πλούτο. Παρότι η συμμόρφωση της χώρας με την Οδηγία παραμένει μέχρι σήμερα ελλιπής, το μητρώο έχει ήδη αποκαλύψει τους δικαιούχους περισσότερων από 140.000 εταιρειών που έχουν την έδρα τους στη χώρα των 626.000 κατοίκων.
Το 2021, το μη κερδοσκοπικό Δίκτυο Έρευνας Διαφθοράς και Οργανωμένου Εγκλήματος (OCCRP) και η γαλλική εφημερίδα Le Monde πέρασαν από “μικροσκόπιο” τον ιστότοπο του μητρώου επιχειρήσεων του Λουξεμβούργου και κατέστησαν δυνατή την αναζήτηση δεδομένων βάσει ονόματος. Σε συνεργασία με την έρευνα OpenLux των Le Monde και OCCRP, το Forbes πέρασε από “κόσκινο” τη βάση δεδομένων και ανακάλυψε ότι δεκάδες από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου -μεταξύ αυτών και δύο που βρίσκονται στην πρώτη 20άδα- “κρύβουν” περιουσιακά στοιχεία ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων σε εταιρείες συμμετοχών του Λουξεμβούργου. Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που “κρύβουν” στη μικροσκοπική ευρωπαϊκή χώρα οι κροίσοι του πλανήτη περιλαμβάνονται πολυτελή ξενοδοχεία στις Ιταλικές Άλπεις και στο νησί του Αγίου Βαρθολομαίου στην Καραϊβική, αμπελώνες στη Γαλλία, μαρίνες στην ακτή της Αδριατικής αλλά και μετοχές εισηγμένων εταιρειών, ιδιωτικές εταιρείες και ακίνητα ανά τον κόσμο, αξίας τουλάχιστον 29 δισ. δολαρίων.
“Στο Λουξεμβούργο υπάρχει μια ‘γκρίζα ζώνη’ η οποία επιτρέπει σε ιδιώτες να χρησιμοποιούν εταιρείες για να ‘κρύβουν’ μέρος του πλούτου τους”, σημειώνει ο Jan Fichtner, ανώτερος επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, ο οποίος μελετά τα υπεράκτια χρηματοπιστωτικά κέντρα. “Προσφέρει πολιτική σταθερότητα και πολύ ανεπτυγμένο νομικό σύστημα”, εξηγεί.
Πώς έγινε πόλος έλξης πλούτου
Η ιστορία του Λουξεμβούργου ως χρηματοοικονομικού κέντρου ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1929, όταν η κυβέρνηση της χώρας, προκειμένου να προσελκύσει διεθνείς επενδυτές, ψήφισε έναν νόμο που επέτρεπε σε οποιονδήποτε να ιδρύσει μια χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που θα απαλλάσσεται από τη φορολογία εισοδήματος, μερισμάτων και κεφαλαιουχικών κερδών. Ωστόσο, σχεδόν τρεις μήνες αργότερα, το κραχ στη Wall Street, τον Οκτώβριο του 1929, “βύθισε” την παγκόσμια οικονομία στη Μεγάλη Ύφεση και διέλυσε τις ελπίδες του Λουξεμβούργου να εξελιχθεί σε χρηματοοικονομικό κέντρο.
Το 1963, το Λουξεμβούργου προσπάθησε και πάλι. Πρωτοστάτησε στην εισαγωγή ευρωπαϊκών ομολόγων στην χρηματιστηριακή αγορά του -ήτοι ομολόγων που εξέδιδαν ξένες εταιρείες-, μια κίνηση που προσέλκυσε μεγάλες επιχειρήσεις και πλούσιες οικογένειες, κατέστησε τις εταιρείες συμμετοχών πιο δημοφιλείς και πυροδότησε την έκρηξη του χρηματοοικονομικού τομέα της χώρας. Η “ελαστική” νομοθεσία της χώρας που διέπει τις χρηματοοικονομικές εταιρείες χαρτοφυλακίου -γνωστές και ως Soparfi (συντομογραφία του όρου société de participations financières)- έχει παραμείνει επίσης σχεδόν ίδια από το 2006, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από το Λουξεμβούργο, ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 1951, να καταργήσει τον αρχικό νόμο του 1929.
Έτσι, από το 2011, μετά από μια τετραετή περίοδο χάριτος, οι εταιρείες Soparfi υπόκεινται στους νόμους περί εταιρικής και επιχειρηματικής φορολόγησης, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένουν ένας συνηθισμένος τύπος μη ελεγχόμενων επενδυτικών εταιρειών που προτιμώνται από τους ξένους επενδυτές – και διατηρούν συγκεκριμένα, ιδιαίτερα ελκυστικά φορολογικά “προνόμια”. Το Λουξεμβούργο έχει υπογράψει, επίσης, φορολογικές συνθήκες με αρκετές χώρες -συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Κίνας, της Ρωσίας και όλων των κρατών μελών της ΕΕ- που το καθιστούν ελκυστικό προορισμό για επενδυτές που επιδιώκουν να γλιτώσουν φορολογικά βάρη μέσω των εταιρειών συμμετοχών που έχουν στη χώρα.
“Το Λουξεμβούργο προσελκύει επενδυτές διαφορετικού προφίλ και προτιμήσεων προσφέροντας μια ευρεία γκάμα επενδυτικών οχημάτων -από τις συνήθεις επενδυτικές εταιρείες και μη ελεγχόμενες οντότητες έως ελάχιστα ελεγχόμενες ή υψηλής εποπτείας επενδυτικές εταιρείες”, σημειώνει ο Xavier Martinez, εταίρος φορολογικών θεμάτων της KPMG. “Αν και συμμορφώνεται πλήρως με τους τελευταίους κανόνες φοροαποφυγής και συνεργασίας της ΕΕ, [το Λουξεμβούργο] καινοτομεί συνεχώς προκειμένου να παρέχει ένα ανταγωνιστικό και φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον”, προσθέτει.
Το Forbes εντόπισε δύο συνήθεις τρόπους με τους οποίους οι δισεκατομμυριούχοι χρησιμοποιούν τις εταιρείες συμμετοχών του Λουξεμβούργου προκειμένου να επενδύσουν σε περιουσιακά στοιχεία σε άλλα μέρη του κόσμου. Ορισμένοι, όπως ο Γάλλος Bernard Arnault και ο Ισπανός μεγιστάνας του τομέα ένδυσης Amancio Ortega, κατέχουν μετοχές εισηγμένων, ιδιωτικές εταιρείες ή ακίνητα μέσω εταιρειών χαρτοφυλακίου που εδρεύουν στο Λουξεμβούργο, ενδεχομένως για να επωφεληθούν από τις φοροαπαλλαγές που ισχύουν για τα μερίσματα. Άλλοι, όπως ο Ρώσος βαρώνος της μεταλλουργίας Mikhail Prokhorov και ο Ιταλός δισεκατομμυριούχος John Elkann, κατέχουν μικρότερα περιουσιακά στοιχεία ή ιδιωτικές εταιρείες μέσω επιχειρήσεων του Λουξεμβούργου, τα οποία ορισμένες φορές ρευστοποιούν (αφορολόγητα) αφού “εξαργυρώσουν” πρώτα τις επενδύσεις τους.
Για τους δισεκατομμυριούχους που διαθέτουν μεγάλες εταιρείες συμμετοχών στο Λουξεμβούργο, τα βασικά οφέλη είναι η δυνατότητα επανεπένδυσης των μερισμάτων και των κεφαλαιουχικών κερδών αφορολόγητα σε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Σύμφωνα με δικηγόρο φορολογικού δικαίου στο Λουξεμβούργο, τα μερίσματα που εισπράττουν οι εταιρείες συμμετοχών του Λουξεμβούργου πράγματι συνήθως επανεπενδύονται αφορολόγητα, γεγονός που επιτρέπει στους επενδυτές να επωφεληθούν από την πλήρη απαλλαγή από τον φόρο μερισμάτων.
Η δε σύσταση μιας εταιρείας σε ένα υπεράκτιο κέντρο δεν απαιτεί σημαντική δαπάνη. Χρειάζονται περίπου 5 με 10 εκατ. δολάρια προκειμένου να καταστεί οικονομικά αποδοτική η σύσταση μιας οντότητας και η μεταφορά κεφαλαίων μέσω αυτής στις πιο συνηθισμένες δικαιοδοσίες, σύμφωνα με τον Thom Townsend, εκτελεστικό διευθυντή του μη κερδοσκοπικού φορέα εταιρικής διαφάνειας OpenOwnership.
Οι δισεκατομμυριούχοι που “κρύβουν” περιουσιακά στοιχεία στο Λουξεμβούργο
Το Forbes επικοινώνησε με τους δισεκατομμυριούχους που διαθέσουν περιουσιακά στοιχεία στο Λουξεμβούργο και αναφέρονται στο παρόν άρθρο. Αλλά αυτοί είτε αρνήθηκαν να προβούν σε κάποιο σχόλιο, είτε δεν απάντησαν καθόλου.
Ακολουθεί μια λίστα με τους Ευρωπαίους δισεκατομμυριούχους και τις λουξεμβουργιανές εταιρείες συμμετοχών που τους ανήκουν:
Bernard Arnault
Πέρα από τα περιουσιακά στοιχεία ύψους 1,6 δισ. δολαρίων που κατέχει μέσω οντοτήτων του Λουξεμβούργου, ο Arnault κατέχει επίσης, κάτι που δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστό, ποσοστό 28% στην L Catterton, μια ιδιωτική εταιρεία επενδύσεων την οποία στηρίζει από κοινού με την LVMH από το 2016. Η L Catterton με υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία ύψους 30 δισ. δολαρίων, έχει μεταξύ άλλων συμμετοχές στις φίρμες γυμναστικής Equinox και iFIT, στη γερμανική εταιρεία κατασκευής σανδαλιών Birkenstock, ενώ έχει επενδύσει και περίπου 460 εκατ. δολάρια σε ακίνητα διά μέσω της εδρεύουσας στο Λουξεμβούργο L Catterton Real Estate.
Το Forbes εκτιμά ότι η αξία του ποσοστού που κατέχει στην L Catterton ο Arnault κυμαίνεται περίπου στα 380 εκατ. δολάρια. (Η LVMH κατέχει ποσοστό 12%, ενώ οι δύο συν-διευθύνοντες σύμβουλοι της εταιρείας, J. Michael Chu και Scott Dahnke, κατέχουν έκαστος ποσοστό 30%, αξίας 405 εκατ. δολαρίων αντίστοιχα.) Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι οι Arnault, Dahnke και Chu ενδεχομένως να έχουν επενδύσει προσωπικά σε διάφορα funds της L Catterton· ωστόσο η εταιρεία δεν έχει σχολιάσει σχετικά με το ποιοι έχουν επενδύσει στα funds που διαχειρίζεται.
Amancio Ortega
Ο Amancio Ortega, συνιδρυτής της ισπανικής αλυσίδας λιανικής ένδυσης Zara και του μητρικού ομίλου γρήγορης ένδυσης Inditex, κατέχει ακίνητα αξίας 3,7 δισ. δολαρίων στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσω δύο λουξεμβουργιανών εταιρειών, της Adelphi Property S.a.r.l. (στην οποία κατέχει το 99,99%) και της Hills Place S.a.r.l. (όπου ο Ortega κατέχει το 99,7%).
Giovanni Ferrero
Ο Giovanni Ferrero, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ιταλίας, είναι ιδιοκτήτης του 75% της ομώνυμης οικογενειακής αυτοκρατορίας ζαχαρωδών Ferrero International S.A., που έχει έδρα το Λουξεμβούργο. Η αξία του ποσοστού του εκτιμάται σε 32 δισ. δολάρια. Επίσης, κατέχει λουξεμβουργιανές οντότητες -συμπεριλαμβανομένου του οικογενειακού επενδυτικού ταμείου Teseo Capital- οι οποίες με τη σειρά τους έχουν επενδύσεις 23 δισ. δολαρίων σε ιδιωτικές εταιρείες, ακίνητα, μετοχές, ομόλογα και άλλα περιουσιακά στοιχεία σε διάφορες χώρες, όπως η Αυστραλία, η Χιλή και η Νότια Αφρική. Οι Ferrero έχουν επίσης το οικογενειακό γραφείο Fedesa, με έδρα το Μονακό, που διαθέτει γραφείο και στη Σιγκαπούρη.
Leonardo Del Vecchio
Ο Leonardo Del Vecchio, ο δεύτερος πλουσιότερος Ιταλός, κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της προσωπικής και της οικογενειακής περιουσίας του -ήτοι συμμετοχές αξίας άνω των 37 δισ. δολαρίων σε εισηγμένες εταιρείες όπως ο γίγαντας των οπτικών EssilorLuxottica, η ιταλική επενδυτική τράπεζα Mediobanca και η γαλλική επενδυτική εταιρεία ακινήτων Covivio- μέσω της λουξεμβουργιανής Delfin S.a.r.l. Το Forbes ανακάλυψε ότι η Delfin κατέχει, επίσης, πρόσθετα περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον 60 εκατ. δολαρίων, όπως ακίνητα στη γαλλική Ριβιέρα και στο Λουξεμβούργο, μια μαρίνα πολυτελών γιοτ στην ιταλική ακτή της Αδριατικής και ένα τζετ Gulfstream G650, αξίας 48 εκατ. δολαρίων, το οποίο ενοικιάζει στην ιδιωτική αεροπορική εταιρεία τσάρτερ πτήσεων Global Jet (η Delfin κατέχει, επίσης, ποσοστό 13% στον κρατικό αερομεταφορέα του Λουξεμβούργου Luxair, ο οποίος εξαγοράστηκε το 2015 έναντι άγνωστου τιμήματος).
Το Forbes υπολόγισε, επίσης, ότι ο Del Vecchio έχει αποκομίσει, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, τουλάχιστον 5 δισ. δολάρια από μερίσματα εισηγμένων εταιρειών στις οποίες έχει επενδύσει η Delfin, πιθανότατα αφορολόγητα. Η Ιταλία φορολογεί τα μερίσματα με ελάχιστο συντελεστή 26% και η Γαλλία με συντελεστή 30%, που σημαίνει ότι ο Del Vecchio ενδεχομένως έχει εξοικονομήσει σχεδόν 1 δισ. δολάρια από φόρους εισπράττοντας μερίσματα στο Λουξεμβούργο και επανεπενδύοντάς τα. (Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν φορολογούν τους πολίτες τους για εισοδήματα που έχουν αποκτηθεί στο εξωτερικό).
Carrie Perrodo
Η Γαλλίδα δισεκατομμυριούχος Carrie Perrodo -η οποία κληρονόμησε την πετρελαϊκή εταιρεία Perenco του αείμνηστου συζύγου της Hubert μετά τον θάνατό του το 2006- κατέχει το οικογενειακό οινοποιείο μέσω εταιρειών συμμετοχών που εδρεύουν στο Λουξεμβούργο. Μέσω ενός καταπιστεύματος στο κράτος του Αγίου Χριστοφόρου και Νέβις της Καραϊβικής, η ίδια και τα τρία παιδιά της -François, Nathalie and Bertrand- ελέγχουν την Margaux Vignobles Investments S.a.r.l, μια λουξεμβουργιανή εταιρεία που είναι ιδιοκτήτρια του οινοποιείου Château Labégorce, 700 στρεμμάτων, στο Μπορντό της Γαλλίας, καθώς και το 22,63% της σαμπάνιας Taittinger, με δηλωμένη συνδυαστική αξία ύψους 250 εκατ. δολαρίων τον Δεκέμβριο του 2019.
Επίσης, μέσω τριών καταπιστευμάτων στις Μπαχάμες, τα τρία παιδιά της κατέχουν από κοινού δύο λουξεμβουργιανές εταιρείες που διαθέτουν ποσοστό 62% στον γαλλικό όμιλο μέσων ενημέρωσης Konbini (αξίας 21 εκατ. δολαρίων το 2019) και το 9,5% της γαλλικής νεοφυούς εταιρείας παροχής “λογισμικού ως υπηρεσίας” Wynd (αξίας 24 εκατ. δολαρίων το 2019), καθώς και μικρότερες επενδύσεις στο Ισραήλ και τη Γερμανία.
Οι πιο φειδωλοί
Και άλλοι δισεκατομμυριούχοι, όμως, εκμεταλλεύονται τα οφέλη που παρέχει το Λουξεμβούργο αν και με περισσότερη φειδώ, ιδρύοντας εταιρείες χαρτοφυλακίου προκειμένου να επενδύσουν σε πολυτελή ξενοδοχεία ή να αποκτήσουν μικρά ποσοστά σε ιδιωτικές εταιρείες.
Το Λουξεμβούργο δεν φορολογεί τα κέρδη εκκαθάρισης των εταιρειών συμμετοχών, ενώ και τα κεφαλαιουχικά κέρδη απαλλάσσονται από τον φόρο εφόσον η εταιρεία κατείχε ποσοστό τουλάχιστον 10% μιας επιχείρησης ή μετοχές αξίας 7 εκατ. δολαρίων για τουλάχιστον 12 μήνες – γεγονός που σημαίνει ότι οποιοσδήποτε δισεκατομμυριούχος που θα πουλήσει κάποιο περιουσιακό στοιχείο και στη συνέχεια θα εκκαθαρίσει την εταιρεία χαρτοφυλακίου διά μέσου της οποίας το κατείχε, μπορεί να “απολαύσει” τα “λάφυρά” του αφορολόγητα.
Το Forbes ανακάλυψε αρκετές μη γνωστοποιημένες συμμετοχές σε ακίνητα και ιδιωτικές επενδύσεις δισεκατομμυριούχων μέσω λουξεμβουργιανών εταιρειών. Οι πιο αξιοσημείωτες περιπτώσεις είναι οι εξής:
Ο John Elkann, γόνος της γνωστής οικογένειας Agnelli της Ιταλίας και διευθύνων σύμβουλος της Exor -του ομίλου που κατέχει τα ποσοστά της οικογένειας στις αυτοκινητοβιομηχανίες Stellantis και Ferrari-, επένδυσε στην εταιρεία ελικοπτέρων Monacair με έδρα το Μονακό μέσω του Λουξεμβούργου. Κατείχε ποσοστό 25% στην Eola Luxembourg S.a.r.l, η οποία με τη σειρά της κατείχε το ήμισυ της Monacair, έως ότου αυτός και οι επιχειρηματικοί εταίροι του -τρία μέλη της βασιλικής οικογένειας του Μονακό- πούλησαν τα ποσοστά τους στην Eola, το 2018, έναντι τιμήματος περίπου 1 εκατ. δολαρίων και εκκαθάρισαν την εταιρεία έναν χρόνο αργότερα.
Ο Ρώσος δισεκατομμυριούχος φαρμακοβιομήχανος Viktor Kharitonin είναι ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου 4 αστέρων Lajadira στην ιταλική πόλη-θέρετρο των Άλπεων Κορτίνα Ντ’Αμπέτσο (αξίας 27 εκατ. δολαρίων το 2020), μέσω της λουξεμβουργιανής εταιρείας Mountain Resorts S.A.
Ο Ρώσος δισεκατομμυριούχος Mikhail Prokhorov, πρώην συνιδιοκτήτης της ομάδας του NBA Brooklyn Nets, κατείχε δύο οντότητες στο Λουξεμβούργο (μέσω της κυπριακής εταιρείας Flister Limited) οι οποίες από κοινού είχαν στην κατοχή τους ακίνητα αξίας περίπου 2,2 εκατ. δολαρίων στο Γκαγιάρ, μια μικρή πόλη στα γαλλοελβετικά σύνορα κοντά στη Γενεύη. Διέλυσε και τις δύο εταιρείες τον Δεκέμβριο του 2020.
Τα πέντε παιδιά του Αμερικανικού δισεκατομμυριούχου επενδυτή David Bonderman είναι ιδιοκτήτες της λουξεμβουργιανής εταιρείας Irenne S.a.r.l μέσω της Lucayan Partners L.P., μιας ετερόρρυθμης εταιρείες με έδρα το Τέξας και εγγεγραμμένη στο μητρώο του Ντέλαγουερ. Η εταιρεία Irenne είναι ιδιοκτήτρια του θερέτρων 5 αστέρων Rosewood Le Guanahani στο νησί της Καραϊβικής και μέλος της γαλλικής επικράτειας του Αγίου Βαρθολομαίου, και είχαν συνολικά περιουσιακά στοιχεία ύψους 122 εκατ. δολαρίων τον Δεκέμβριο του 2020, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία.
Τα μητρώα πραγματικών δικαιούχων
Πριν δημιουργηθεί το μητρώο επιχειρήσεων, το 2019, το Λουξεμβούργο παρείχε, επίσης, στους εν λόγω επενδυτές και ενός βαθμού “εχεμύθεια”. Αυτό, όμως, έχει πλέον αλλάξει και ενδεχομένως το ίδιο να συμβεί σύντομα και σε αρκετούς άλλους φορολογικούς παραδείσους, όπως είναι αρκετά χρηματοοικονομικά κέντρα της Καραϊβικής, για παράδειγμα τα νησιά Κέιμαν και οι Βρετανικές Παρθένες Νήσοι, που έχουν δεσμευτεί να δημιουργήσουν αντίστοιχα δημόσια μητρώα δικαιούχων έως το 2023.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναδειχθεί, ωστόσο, ως εναλλακτική λύση για τους πλούσιους του πλανήτη που αναζητούν ιδιωτικότητα. Μια επιλογή για “μυστικά” καταπιστεύματα είναι η Νότια Ντακότα. Οι ΗΠΑ άλλωστε δεν σχεδιάζουν να δημιουργήσουν μητρώο ιδιοκτητών – αν και τον Ιανουάριο, το Κογκρέσο ψήφισε τον νόμο περί εταιρικής διαφάνειας (Corporate Transparency Act), βάσει του οποίου το Δίκτυο Αντιμετώπισης Οικονομικών Εγκλημάτων του υπουργείου Οικονομικών της χώρας καλείται να δημιουργήσει το πρώτο του είδους του μητρώο πραγματικών δικαιούχων στις ΗΠΑ, μέχρι τον Ιανουάριο του 2022.
Ωστόσο, το εν λόγω μητρώο θα είναι προσβάσιμο μόνο στις αρχές επιβολής του νόμου, τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, και όχι γενικά στους δημόσιους και ιδιώτες διαδίκους, όπως οι πιστωτές.
Η αλήθεια είναι ότι οι κροίσοι του πλανήτη “κρύβουν” περιουσιακά στοιχεία σε μέρη όπως το Λουξεμβούργο -και η Νότια Ντακότα- εδώ και δεκαετίες, και μάλιστα με τρόπους που είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Εν μέρει, ενδεχομένως αυτό να άλλαξε με το μητρώο του Λουξεμβούργου. Τουλάχιστον αυτό ελπίζουν πολλοί.
“Μπορείς να έχεις [μια εταιρεία] στην Ολλανδία που ανήκει σε μια οντότητα στο Λουξεμβούργο, που ανήκει σε μια άλλη οντότητα στα νησιά Κέιμαν που με τη σειρά της ελέγχεται από ένα καταπίστευμα στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. Όσο μεγαλώνει αυτή η αλυσίδα, είναι πρακτικά αδύνατο να γνωρίζουμε ποιος επενδύει σε αυτήν την εταιρεία”, σημειώνει ο Javier Garcia-Bernardo, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και πρώην αναλυτής δεδομένων στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό Tax Justice Network. “Γι’ αυτό τα εν λόγω μητρώα των πραγματικών δικαιούχων είναι τόσο σημαντικά”, καταλήγει.
πηγη: Capital.gr